- παλαμῶν
- παλάμηpalm of the handfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίδωρος — δίδωρος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος δύο δώρων*, δύο παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι + δώρον «παλάμη» (πρβλ. δεκάδωρος)] … Dictionary of Greek
δεκάδωρος — δεκάδωρος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δέκα παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + δώρον «παλάμη»] … Dictionary of Greek
διπάλαιστος — διπάλαιστος, ον και διπαλαιστιαῑος, α, ον (Α) αυτός που έχει πλάτος δύο παλαιστών, παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + παλαιστή, αιολ. τ. τού παλαστή «παλάμη»] … Dictionary of Greek
δωδεκάδωρος — δωδεκάδωρος, ον (Α) φρ. «κέρα δωδεκάδωρα» κέρατα μήκους δώδεκα παλαμών … Dictionary of Greek
εκκαιδεκάδωρος — ἑκκαιδεκάδωρος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος δεκαέξι παλαμών … Dictionary of Greek
εκκαιδεκαπάλαιστος — ἑκκαιδεκαπάλαιστος, ον (Α) μήκους δεκαέξι παλαμών … Dictionary of Greek
εξαπάλαιστος — ἑξαπάλαιστος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος έξι παλαμών («τοῡ δὲ πήχεος ἑξαπαλαίστου», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *παλαιστος (< παλαστή «πλάτος τεσσάρων δακτύλων, παλάμη») τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. τρι πάλαιστος)] … Dictionary of Greek
επταπάλαιστος — ἑπταπάλαιστος, ον (Α) μήκους επτά παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά* + πάλαιστος, όπως εμφανίζεται ως β’ συνθετικό το παλαστή* «παλάμη»] … Dictionary of Greek
ξανθοχρωμία — η 1. ανθρωπολ. φυλετικό ή ατομικό γνώρισμα που βασίζεται στο ξανθό χρώμα τών τριχών τού σώματος, αλλά και στο λευκό χρώμα τού δέρματος και στο γαλανό τής ίριδας τών οφθαλμών 2. ιατρ. κίτρινη χρώση τού δέρματος, ιδίως τών πελμάτων και τών παλαμών … Dictionary of Greek
πεντάδωρος — ον, Α αυτός που έχει πλάτος πέντε παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + δῶρον «παλάμη» (πρβλ. δωδεκά δωρος)] … Dictionary of Greek